περιπεπλεγμένος — περιπλέκω twine perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπλοκος — η, ο (Α ἐπίπλοκος, ον) περίπλοκος, περιπεπλεγμένος αρχ. 1. μτφ. ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπλοκον (για τον λόγο) η ποικιλία, η έντεχνη σύνθεση, το να είναι ο λόγος διανθισμένος … Dictionary of Greek
καταπλέκω — (Α) (επιτ. τ. τού πλέκω) 1. πλέκω εντελώς, εμπλέκω, συμπλέκω 2. συνδέω, συνάπτω, συναρμόζω 3. (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ άλλη ερμ., πλαταίνω 4. (με δοτ. πράγμ.) περιπλέκω κάποιον σε κάτι κακό ή δυσάρεστο, τόν μπερδεύω κάπου 5. παρεμβάλλομαι … Dictionary of Greek
λαβυρίνθιος — λαβυρίνθιος, ία, ον (Μ) [λαβύρινθος] περίπλοκος, περιπεπλεγμένος, συνεστραμμένος («λαβυρινθίους μύθους», Σωφρόν.) … Dictionary of Greek
μεθυπέρβατος — μεθυπέρβατος, ον (Α) (για λέξη) υπερβατός, συγκεχυμένος ή περιπεπλεγμένος («νόημα μεθυπέρβατον», Θεοδώρ.). επίρρ... μεθυπερβατῶς (Α) με αλλαγή τής συνήθους ή κανονικής σειράς τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑπερβατός] … Dictionary of Greek
περίπλοκος — η, ο / περίπλοκος, ον, ΝΜΑ [περιπλέκω] νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλά επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη δομή, πολύπλοκος 2. (για ύφος) στρυφνός, ασαφής 3. μτφ. α) γεμάτος εμπόδια ή… … Dictionary of Greek
περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
σύμπλεκτος — ον, Α [συμπλέκω] 1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ) 2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον … Dictionary of Greek